ἁψικάρδιος

ἁψικάρδιος
ἁψικάρδιος
heart-touching
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἁψικάρδιον — ἁψικάρδιος heart touching masc/fem acc sg ἁψικάρδιος heart touching neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αψύς — ιά, ύ και αψός, ή, ό (Μ ἁψύς, εῑα, ύ) Ι. 1. οξύθυμος, ευέξαπτος 2. (για τον έρωτα) φλογερός 3. (για μέταλλο) ακατέργαστος, αμιγής μσν. νεοελλ. 1. γρήγορος 2. αυθάδης, θρασύς νεοελλ. 1. οξύς, δριμύς (στη γεύση) 2. ζωηρός, δραστήριος 3. πολύ ζεστός …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”